- ἀξιομνημόνευτοι
- ἀξιομνημόνευτοςworthy of mentionmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κάσατ, Μαίρη — (Mary Cassatt, Πενσιλβάνια 1845 – 1927). Αμερικανίδα ζωγράφος. Το 1866 αποφάσισε να ταξιδέψει στη Γαλλία. Από το 1872, αφού είχε επισκεφθεί τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης, το στιλ της ωρίμασε και αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Εκεί… … Dictionary of Greek
Κρεμόνα — (Cremona). Πόλη (70.887 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.771 τ. χλμ., 334.087 κάτ.) στην περιοχή της Λομβαρδίας. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Πάδου. Αποτελεί πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο, με … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σαβόλντο, Τζιρόλαμο — (Savoldo). Ιταλός ζωγράφος (1490 1548). Μελέτησε τη ζωγραφική στη Μπρέτσια και στη Φλωρεντία, όπου και ζωγράφισε τους πρώτους αξιόλογους πίνακές του. Τους πίνακες αυτούς χαρακτηρίζει ρεαλισμός και ποιητική διάθεση. Τη διάθεση αυτή διατήρησε και… … Dictionary of Greek
Σκουλάς — Επώνυμο δύο κρητικών οικογενειών, η πρώτη από τα Ανώγεια του Μυλοπόταμου και η δεύτερη από τους Λάκκους των Σφακιών. Τα αξιολογότερα μέλη της πρώτης ει ναι: 1. Μιχαήλ (Ανώγεια 1829 Αθήνα 1858). Οπλαρχηγός στις επαναστάσεις του 1858 και του 1866.… … Dictionary of Greek